- ακεφαλιά
- Εμβρυϊκή δυσπλασία που παρατηρείται σε δίδυμη ή πολύδυμη κύηση και χαρακτηρίζεται από μερική ή ολική έλλειψη κεφαλιών. Στα έμβρυα του είδους, όταν δεν αποβληθούν, είναι αναγκαία η χειρουργική επέμβαση.
* * *η [ακέφαλος]1. επιπολαιότητα, ανοησία, αμυαλιά2. δυστροπία, ανυπακοή.
Dictionary of Greek. 2013.